- εξάκλωνος
- η, ο [ος, ον]1) имеющий шесть веток; 2) сплетённый из шести веток; 3) состоящий из шести ниток (о пряже)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξάκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει έξι κλώνους, βλαστούς 2. αυτός που αποτελείται από έξι νήματα («εξάκλωνη κλωστή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλώνος] … Dictionary of Greek
εξάκλωνος — η, ο 1. που έχει έξι κλώνους (βλαστούς). 2. που αποτελείται από έξι νήματα (κλωστές), που κλώστηκε με έξι νήματα: Εξάκλωνη κλωστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξάμιτος — η, ο (AM ἑξάμιτος, ον) 1. ο υφασμένος με έξι μίτους, με έξι κλωστές, ο εξάκλωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το έξάμιτο είδος υφάσματος υφασμένο με έξι μίτους, με έξι κλωστές (πρβλ. δίμιτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + μίτος] … Dictionary of Greek
κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… … Dictionary of Greek